φάρυγγι

φάρυγγι
φάρυγξ
throat
fem dat sg
φάρυγξ
throat
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φάρυγγ' — φάρυγγα , φάρυγξ throat fem acc sg φάρυγγα , φάρυγξ throat masc acc sg φάρυγγι , φάρυγξ throat fem dat sg φάρυγγι , φάρυγξ throat masc dat sg φάρυγγε , φάρυγξ throat fem nom/voc/acc dual φάρυγγε , φάρυγξ throat masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλίνη — (Α κεφαλίνη) νεοελλ. 1. γλυκερο φωσφο αμινολιπίδιο που εξάγεται από την εγκεφαλική μάζα 2. παλαιά ονομασία τής αιθανολαμίνης αρχ. η ρίζα τής γλώσσας, η οποία θεωρούνταν ως έδρα τής γεύσης («τὸ δὲ πλέον ἡ γλῶσσα τῆς εἰς τὴν γεῡσιν αἰσθήσεως ἔχει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”